- ξεσποριάζω
- 1. μετ. извлекать, вынимать семена, косточки;2. αμετ. семениться (о растениях)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξεσποριάζω — ξεσποριάζω, ξεσπόριασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξεσποριάζω — 1. βγάζω τους σπόρους, τα κουκούτσια από έναν καρπό 2. (για καρπό) σχηματίζω σπόρους, σποριάζω 3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) ξεσποριασμένος, η, ο α) (για καρπούς) αυτός που έχει σχηματίσει σπόρους β) μτφ. (για πρόσ.) αυτός που πέρασαν τα χρόνια του,… … Dictionary of Greek
ξεσποριάζω — ξεσπόριασα, ξεσποριασμένος 1. μτβ., βγάζω τους σπόρους, τα κουκούτσια καρπού: Το κεράσι το ξεσποριάζουν για να το κάνουν γλυκό. 2. αμτβ., βγάζω, παράγω σπόρους, αλλ. σποριάζω: Ξεσπόριασαν τα μαρούλια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεσπόριασμα — το [ξεσποριάζω] 1. η αφαίρεση τών σπόρων από τον καρπό 2. το τελευταίο στάδιο ανάπτυξης τού καρπού, ο σχηματισμός σπόρων, το σπόριασμα … Dictionary of Greek